Friday, December 19, 2008

ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Η έκδοσή μου για τη φωτογραφία και την ποίηση.

Η σχέση των εικόνων, και μάλιστα των εικόνων φωτογραφίας, με την ποίηση, και της ποίησης με τις εικόνες δεν είναι μια σχέση δεδομένη. Είναι υποκειμενική. Για μένα είναι μια σχέση ζωντανή και ζωτική. Υποκειμενική δεν σημαίνει ξένη, αδιάφορη για τον συνάνθρωπό μας. Ούτε ατομικά κλειστή, αδιαπέραστη...Από τον άλλο μου βαθύ καημό – τη σχέση ζωής με την πολιτική – έχω συνειδητοποιήσει την καταλυτική αξία δύο παραμέτρων για την παρουσίαση, την ανάλυση και την ανάδειξη ενός θέματος: της οπτικής γωνίας (σκοπιά) και του φωτισμού (φως). Τις δύο αυτές παραμέτρους – οδηγούς σεβάσθηκα και ακολούθησα και στα δύο πεδία: και στην πολιτική, και στην φωτογραφία (τόσο διαφορετικά, αλλά, και τόσο επικοινωνούντα)…

Η ΟΜΙΛΙΑ μου κατά την παρουσίαση του Βιβλίου του Απ. Παπαγιαννόπουλου "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ...εν θερμώ"


(«ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ», Καμάρα, 30/10/2008)

Αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή και ευθύνη η πρόσκληση για την παρουσίαση του βιβλίου του Απ. Παπαγιαννόπουλου: «Θεσσαλονίκη… εν θερμώ».
Τιμή με ιδιαίτερες διαστάσεις και πρόσθετη σημασία όταν βρίσκεσαι στο πάνελ με ξεχωριστούς ανθρώπους του πνεύματος και της κοινωνικής προσφοράς, όπως ο καθηγητής κ. Γ. Χουρμουσιάδης και ο ακατάβλητος λειτουργός της δημοσιογραφίας κ. Δ. Γουσίδης. Και επίσης – δεν πρέπει αυτό να ξεχασθεί, ούτε να υποτιμηθεί – όταν φιλοξενείσαι σ’ έναν χώρο σαν αυτόν, ενός παραγωγικού, φιλόπονου και άοκνου συμπολίτη των εκδόσεων και του βιβλίου, του Αντ. Μαλλιάρη.
Με τον Απ. Παπαγιαννόπουλου με συνδέει μια σταθερή σχέση συνεργασίας και φιλίας τριάντα (30) ετών, μια πορεία κοινών αναζητήσεων, αγώνων, προσπαθειών και προβληματισμών.
Έχω σήμερα την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω δημόσια γι’ αυτή την πολυκύμαντη και πολύμορφη διαδρομή και τη φιλία του.
Άλλο, όμως, είναι το ουσιωδέστερο.
Η ίδια η προσωπικότητα και το πολυτομεακό έργο του Α. Παπαγιαννόπουλου. Χωρίς ίχνος υπερβολής – και χωρίς καμία διάθεση φιλοφροσύνης – ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος αποτελεί μια ξεχωριστή, πολυεδρική και ισχυρά συγκροτημένη προσωπικότητα με βάθος αναλυτικής σκέψης και ευρύτατη δημιουργικότητα στους τομείς της τέχνης, των τεχνικών έργων και της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας και της ιστορίας, της πολεοδομίας και της αρχαιολογίας, του μνημειακού πολιτισμού και του πολιτισμού της καθημερινότητας. Η οπτική του είναι σαφώς μια οπτική ενός πρωτεργάτη – ενεργού πολίτη, ενός μαχόμενου προοδευτικού διανοούμενου. Ο βαθύς και διάχυτος καημός του είναι η Θεσσαλονίκη… Η Θεσσαλονίκη της Ιστορίας, της Μακεδονίας, της δημιουργίας, του μέλλοντος.
Και η ελπίδα του ριζώνει στους αγωνιζόμενους ανθρώπους…
Ο θεσσαλονικιός Κλείτος Κύρου, στο ποιητικό του έργο «Κραυγές της νύχτας», μιλάει πολύ καλύτερα για ανθρώπους σαν τον Απ. Παπαγιαννόπουλο, για το έργο τους, τη δράση τους, τις αγωνίες τους…
Ας τον ακούσουμε. Λέει, λοιπόν, ο Κλείτος Κύρου:
«Μιλώ με σπασμένη φωνή, δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας, μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο,
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τα’ ουρανού.

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της, η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής, σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία, κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα, τα χέρια τους ήταν μαγνήτες,
Τρώγαν πικρό ψωμί, κάπνιζαν φημερίδες,
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτή τη γη
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν,
Άδικα προσπαθείτε, δε θα ξεριζωθούν ποτέ,
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια,
Τώρα τα καταλάβαμε όλα, καταλάβαμε
Τη δύναμή μας, και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους.
Ο τίτλος του τρίτομου έργου του Απ. Παπαγιαννόπουλου: «Θεσσαλονίκη… εν θερμώ» έχει, πιστεύω, τη σημασία του και έναν βαθύτερο συμβολισμό (εκτός του γεγονότος, ότι είναι ευφυής…).
Στην εισαγωγή του πονήματός του ο συγγραφέας αποδίδει τον τίτλο στη θέρμη με την οποία οι Θεσσαλονικείς λάτρευαν το θεό Διόνυσο, ο οποίος, μάλιστα, ονομάστηκε «θερμαίος» και η μεγαλύτερη πόλη (όλων των «πολισμάτων» περί τον θαλάσσιο κόλπο) «Θέρμη». Το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος συνένωσε όλες τις «θερμαϊκές» πόλεις ιδρύοντας τη Θεσσαλονίκη.
Έχει, λοιπόν, μια βαθιά ρίζα στην Ελληνική/ μακεδονική ιστορία, η έκφραση/ διατύπωση: «… εν θερμώ».
Και θα μπορούσα, με βεβαιότητα, να πω ότι εκφράζει κι ένα διαχρονικό συναίσθημα, μια σχέση του ίδιου του Απ. Παπαγιαννόπουλου με τη Θεσσαλονίκη: «εν θερμώ». Ο Απ. Παπαγιαννόπουλος με τη Θεσσαλονίκη είναι διαρκώς «εν θερμώ»!
Όμως, εδώ, στο ιστορικό αυτό έργο, καταγράφει αλλά και σηματοδοτεί, – νομίζω –, μια κατάσταση: ότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται, λειτουργεί πάντα στο κέντρο των εξελίξεων, στο βράσιμο των γεγονότων. Επηρεάζει και επηρεάζεται από τα ζέοντα ζητήματα. Βρίσκεται εν θερμώ…
Ταυτόχρονα, ο τίτλος, αποτελεί μια ενσυνείδητη γεφύρωση της ένθερμης Θεσσαλονίκης, της αρχαίας Θεσσαλονίκης, με τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα, που διατηρεί πάντα μια κεντρική, ιδιαίτερη θέση.
Για έναν άνθρωπο, με συμμετοχή και δράση στις υποθέσεις της πόλης και της πολιτείας, ένα ιστορικό έργο – ιδιαίτερα, η ομιλία του για την παρουσίαση ενός τέτοιου ιστορικού έργου – αποτελεί (ή, πρέπει να αποτελεί) μια πρό(σ)κληση για συσχετίσεις, αντιστίξεις, συμπεράσματα και μηνύματα. Οφείλουμε, δηλαδή, με ιστορική συνείδηση και πολιτική ευθύνη, να μιλήσουμε θεμελιωμένα για το σήμερα και το Αύριο. Να κάνουμε το μήνυμα ανάτασης της Ιστορίας ενεργό στο σήμερα και να δημιουργήσουμε τα ιστορικά γεγονότα της προόδου, του Αύριο.
Θα επιδιώξω να ανταποκριθώ σ’ αυτή την πρό(σ)κληση.
Νομίζω, ότι υπάρχει ένα βαθύτερο μήνυμα που αναδύεται μέσα από τις επτακόσιες (700) σελίδες αυτού του πολυεπίπεδου πονήματος του Απ. Παπαγιαννόπουλου. Η Θεσσαλονίκη μεγαλούργησε όταν πρωταγωνίστησε. Όταν στάθηκε όρθια με πίστη και αποφασιστικότητα, χωρίς εξαρτήσεις και ταλαντεύσεις. Όταν ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των καιρών, αντιστοιχούμενη στους βαθύτερους πόθους και τις ανάγκες του Έθνους είδε μπροστά, ξεδιπλώνοντας και προωθώντας ένα σχέδιο για το αύριο, με πίστη στις δυνάμεις της και στο όραμά της.
Αυτό, άραγε, δεν είναι το βαθύτερο μήνυμα του Κινήματος της «Εθνικής Άμυνας» και της Τριανδρίας της με επικεφαλής τον Ελ. Βενιζέλο; Αυτό ήταν ο πυρήνας, η μήτρα. Κίνημα, το οποίο αποτέλεσε – για όλη την εξεταζόμενη, εδώ, περίοδο – αλλά, και ευρύτερα για τις εξελίξεις του 20ου αιώνα τον καθοριστικό παράγοντα κατοχύρωσης των κατακτήσεων, περαιτέρω εκτύλιξης της προσπάθειας για τους νέους εθνικούς στόχους και απόδειξης των δυνατοτήτων της Πατρίδας με μια εμπνευσμένη πολιτική και ηγεσία.
Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, πρέπει να ξεμπερδεύει οριστικά με το σύνδρομο του εξαρτήματος, του συμπληρώματος, όπως αυτό αποδίδεται μέσα απ’ όλα τα χαρακτηριστικά με το πρόθεμα: συν –: συμπρωτεύουσα, συμβασιλεύουσα, συμπρωταγωνίστρια. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι, δεν μπορεί να είναι πλέον, το «συν –» στο κύριο μενού των κυρίαρχων.
Η Θεσσαλονίκη, πρέπει να ξεκαθαρίζει με το μεταπρατικό και το εύπεπτο, με το κατεστημένο και τη στασιμότητα. Πρέπει να ξεμπερδεύει μ’ εκείνους και τις νοοτροπίες εκείνων που τη μία «εξεγείρονται» και την άλλη «γλείφουν» ανάλογα με το στενό τους συμφέρον, που τη μια προκαλούν και την άλλη κλαψουρίζουν. Με το φθαρμένο, το διεφθαρμένο και τη ρηχότητα. Αλλά, και με το «λαϊκίστικο» που πλασάρεται ως λαϊκό.
Η Θεσσαλονίκη, επίσης, πρέπει να ανοίξει έναν νέο κύκλο στον προοδευτικό χώρο της. Κλείνοντας αποφασιστικά μια μακρόσυρτη περίοδο καθίζησης, ανατρέποντας ετοιμόρροπους μηχανισμούς και φθαρμένους διαχειριστές. Με ωριμότητα και τόλμη να προωθήσουμε νέες επιλογές, με ταυτότητα μέλλοντος και ποιότητας. Όταν, συμβεί αυτό, θα έχει πραγματοποιηθεί η σοβαρότερη προϋπόθεση για αλυσιδωτές θετικές εξελίξεις στην Δημοκρατική Παράταξη, στην Πόλη, στην Κοινωνία, στη Μακεδονία, παντού.
Πρέπει να οριοθετήσουμε τους στόχους και τα πλαίσια πολιτικής και να συγκροτήσουμε τον νέο ευρύ, προοδευτικό συσχετισμό για την Πόλη, την κοινωνία, τη χώρα. Να οριοθετηθεί η Αλλαγή από το συντηρητικό. Να δημιουργηθούν οι νέοι συσχετισμοί.
Για να γίνουν αυτά πρέπει να βρεθούμε ξανά μαζί, μέσα στην κοινωνία και στις προσπάθειές της, οι δυνάμεις και τα στελέχη του προοδευτικού χώρου με ανοιχτή καρδιά και το βλέμμα στο αύριο.
Αυτός είναι ο δρόμος για να τεθεί αποτελεσματικά και το κεντρικό ζήτημα της Ηγεσίας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης είναι πρόβλημα Ηγεσίας.
Χρειάζεται, εδώ, να αντιδιαστείλουμε το λαϊκίστικο από το λαϊκό. Το λαϊκίστικο πρότυπο, παρά την επίφαση λαϊκότητας δεν είναι λαϊκό πρότυπο. Το λαϊκίστικο πρότυπο αντλεί τη δύναμή του από αντιλήψεις που επιβιώνουν μέσα σε ορισμένα στρώματα του Λαού. Αντιλήψεις, όμως, που συνιστούν ιζήματα ιδεολογικής και αξιακής καθυστέρησης και συναντώνται σε πληθυσμιακές ομάδες χωρίς αγωνιστικό γαλβάνισμα και καλλιέργεια. Η σύγχυση είναι το κύριο μέσον της. Ο οργανωμένος αγώνας εκφυλίζεται σε ψεύτικο «τσαμπουκά». Ο πολιτικός αγώνας συγχέεται με τη «βεντέτα» και το «βεντετισμό». Η αλληλεγγύη συγχέεται με την «προστασία» (των νονών) και την «κηδεμονία» (των ισχυρών). Η πρόοδος συγχέεται με την «επιτυχία της κλίκας». Η κριτική με το κουτσομπολιό. Το λαϊκό πρότυπο είναι ο αντίποδας του λαϊκίστικου. Το λαϊκό πρότυπο, ο λαϊκός ηγέτης έχει ουσιαστική σχέση με το Λαό, με τις ανάγκες του και με τη λαϊκή ενότητα. Υποβοηθά και εγγυάται την ενότητα του Λαού, πάνω σ’ έναν κώδικα αξιών και σ’ ένα σχέδιο στόχων προόδου.
Η Θεσσαλονίκη, το ιστορικά μεγαλύτερο χωνευτήρι πολιτισμών και γλωσσών, με ελληνική – μέσα απ’ αυτά και παρ’ όλα αυτά – φυσιογνωμία, δεν μπορεί να σύρεται από ανεπαρκείς και ανερμάτιστους στο τέλμα, στην ανθρωποφοβία, στην ιδεοφοβία. Η πιο ανοιχτή πόλη – όπως σε τούτο το βιβλίο ανάγλυφα παρουσιάζεται – σε ιδέες, τεχνοτροπίες, κινήματα, ανθρώπους, παραγωγές, να μεταλλάσσεται σ’ ένα χώρο κλειστό, σε μια κοινωνία ηττοπαθή. Πως είναι δυνατόν, μια κοινωνία που διαπαιδαγωγείται στην ηττοπάθεια και το φόβο να επιδείξει στον καθημερινό στίβο, πνεύμα νικητή, νεύρο πρωταγωνιστή, ιδιαίτερα στον σημερινό ανοιχτό, ανταγωνιστικό κόσμο;
Η Θεσσαλονίκη από Τόπος ανοιχτών οριζόντων να μεταμορφώνεται σε χώρο κλειστών ορίων.
Η Θεσσαλονίκη της «Φεντερασιόν», του Ε. Βενιζέλου και της «Εθνικής Άμυνας», των φωτισμένων δημοτικιστών και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, του πρώιμου φεμινιστικού κινήματος, της σύζευξης της πατριωτικής και της κοινωνικής συνείδης, κι αργότερα η Θεσσαλονίκη του Λαμπράκη, του 114, του Α. Παπανδρέου και του ριζοσπαστισμού να βουλιάζει – τώρα – στον συντηρητισμό και τα αδιέξοδα. Η Θεσσαλονίκη του Γληνού, του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, του Κακριδή, του Κριαρά, του Μοσκώφ, του Αναγνωστάκη, του Κύρου, του Ιωάννου, του Καραντινού, του Βαφόπουλου, του Θέμελη, του Ριάδη, του Βαρβιτσιώτη, της Καρέλη, του Αλαβέρα. Αυτή η Θεσσαλονίκη, να χαντακώνεται – τώρα – στο σκοταδισμό, στο τέλμα και τον αναχρονισμό.
Πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα της!
Η κυριαρχία του τοπικού συντηρητισμού το έσπασε και οι αδυναμίες των προοδευτικών το επέτρεψαν.
Αλλά, και κάτι περισσότερο. Πρέπει να ορίσει και να αναδείξει μια νέα πρόταση. Με συνείδηση ότι το χάσμα διευρύνθηκε, ότι η Θεσσαλονίκη υποχώρησε κι άλλο, εν σχέσει με το πρόσφατο παρελθόν. Τούτο οφείλουμε να το πράξουμε με ευθύνη και εξ αιτίας της ολοκλήρωσης πλέον του πρώτου κύκλου στα Βαλκάνια, μετά το 1989. Μια νέα πρόταση για τη νέα περίοδο. Χωρίς συμπλέγματα και μιμητισμούς απέναντι στο Αθηναϊκό μονοπώλιο.
Να σχεδιάσουμε και να ενωθούμε στην εφαρμογή ενός νέου προγράμματος αντάξιου της Θεσσαλονίκης. Τη Θεσσαλονίκη – κόμβο, και τη Θεσσαλονίκη – κέντρο. Όχι μεγαλόστομα, αλλά συγκεκριμένα. Όχι απολογητικά, αλλά επιθετικά. Οι δύο αυτές πλευρές συγκροτούν τη Θεσσαλονίκη: ΑΛΛΟ πόλο.
Η πρώτη πλευρά της (κόμβος) είναι η συνέχεια της με νέα ορμή. Επαναπροωθεί τη Θεσσαλονίκη της πενταπλής Εγνατίας με τις εννιά καθέτους και τα τέσσερα λιμάνια. Τη Θεσσαλονίκη της σημαντικής γεωπολιτικής, παραγωγικής και ιστορικής θέσης.
Η δεύτερη πλευρά της (κέντρο) είναι η υπέρβαση, είναι το αύριο. Κέντρο: καινοτόμο, παραγωγικό, μορφωτικό, εναλλακτικό. Την καθιστά τόπο αναφοράς προς όποιον και όσους επιζητούν πρόταση, στήριξη προοπτική για την επόμενη εικοσαετία.
Μια τέτοια Θεσσαλονίκη κάνει την ποθούμενη διαφορά και για την Ελλάδα. Δημιουργεί τη διπολική, δυναμική ισορροπία και λειτουργεί προωθητικά για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία.
Ποιοι και πως μπορούν για όλα αυτά, είναι το επόμενο ερώτημα.
Τις μεγάλες αλλαγές μπορεί να τις προωθήσει και να τις εγγυηθεί μόνο ένα μεγάλο ρεύμα αλλαγής, ένα κίνημα. Ρεύμα ιδεών, τομών, πρακτικών, στελεχών, πολιτών. Η αλλαγή μιλάει στη γλώσσα του αύριο, έχει ρίζα στο χθες και μετασχηματίζει το σήμερα. Έρχεται από τα κάτω, στην αρχή, – κύμα υπόγειο, και, μετά, – ανατρεπτικό. Η αλλαγή είναι ρίσκο, ποιότητα και ψυχή. Άνθρωποι με πρωτοποριακό λόγο, ιστορική συνείδηση, ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες και νεανικό πάθος.
Τα στοιχεία αυτού του ρεύματος υπάρχουν… Ένα μέρος του υπάρχει, και σ’ αυτήν, εδώ, την αίθουσα…
Ένας νέος κύκλος ελπίδας κι αλλαγής, μια νέα περίοδος μπορεί να ανοίξει και να πραγματωθεί!
Επανερχόμενος στο βιβλίο.
Πιο συγκεκριμένα, θα ήθελα να τονίσω ότι στις δύο χιλιάδες και πλέον (2000) σελίδες του τρίτομου αυτού έργου ζωής των δεκαπέντε (15) κεφαλαίων ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία, την εξαιρετική δυνατότητα να κινηθεί, να βυθισθεί σε μια ιστορική τοιχογραφία μοναδικής σύνθεσης και ποιότητας.
Ιδιαίτερα, ο Α’ τόμος που μόλις κυκλοφόρησε, καλύπτει την περίοδο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού αναφερθεί με διεισδυτικότητα στα πεπραγμένα του 19ου αιώνα που αποτέλεσαν το εισαγωγικό βάθρο των επελθόντων εξελίξεων και του 20ου αιώνα, περνάει στον κυριολεκτικά συγκλονιστικό 20ο αιώνα.
Μετά τον προσδιορισμό του ευρύτερου και εθνικού ιστορικού πλαισίου, αναπτύσσονται οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912 – 1913) με κεντρικό θέμα προσέγγισης και ανάλυσης την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, καθώς και του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας και τμήματος της Θράκης, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου. Την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1914 – 1918) κυριαρχούν: το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» με τη ιστορική δικαίωση πόθων και στόχων, «της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών», αλλά και την κατάρρευση με την Μικρασιατική καταστροφή, τη συνθήκη της Λοζάννης (1923) και τη Θεσσαλονίκη – πρωτεύουσα των προσφύγων. Και μετά ο Μεσοπόλεμος, με την Βενιζελική κυριαρχία (σαν μια τετραετή φωτεινή περίοδο, ανάπτυξης και δημοκρατίας πριν από το γκρίζο και το βούλιαγμα). Με τη Θεσσαλονίκη – κέντρο των Βαλκανίων, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και το Πανεπιστήμιο της (1925), αλλά και το «κύκνειο άσμα της Δημοκρατίας» μετά το αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, τα τραγικά, αιματηρά γεγονότα του Μάη ’36 κι αμέσως την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά.
Θα ήθελα για τις πιο κομβικές, κατά την εκτίμησή μου, εξελίξεις και για τα βαθύτερης πολιτικής και κοινωνικής σημασίας γεγονότα να παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα του ίδιου του βιβλίου.
- Για την καθοριστική σημασία της προετοιμασίας του Μακεδονικού αγώνα, με τα μηνύματα, που αυτός μεταφέρει και σήμερα, αλλά και για το ανάστημα και την υπευθυνότητα των Ελλήνων διπλωματών, στρατιωτικών και δημοσίων ανδρών. Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς παράδειγμα για τους διπλωμάτες. Ο Δημήτρης Καλαποθάκης, για τους εκδότες – δημοσιογράφους.
Γράφει ο Απ. Παπαγιαννόπουλος:
«Τα δύο αυτά ελληνικά προξενεία θα αποτελέσουν τους «πόλους» οργάνωσης του Μακεδονικού Αγώνα σε ολόκληρο σχεδόν το χώρο της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι, Καστοριά, Φλώρινα, Έδεσσα, Νάουσα, Γευγελή, Στρώμνιτσα, Σέρρες, Δράμα, Αλιστράτη, Καβάλα). Ήταν υπεύθυνα για την οργάνωση των αντάρτικων σωμάτων, για τον εφοδιασμό τους, για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων αλλά και για τη στήριξη του ελληνικού πληθυσμού της υπαίθρου με κάθε τρόπο. Τον γενικό, βέβαια, συντονισμό και εποπτεία είχε το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης που ήδη από το 1893 στεγαζόταν σε νεόδμητο κτίριο παραπλεύρως της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Αγίας Σοφίας και Προξένου Κορομηλά».
Και συνεχίζει:
«Στο Προξενείο τοποθετήθηκαν, επίσης, και πολλοί άλλοι Έλληνες αξιωματικοί, όπως: ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης – Αινιάν με ψευδώνυμο «Δήμος Στεργιάκης», ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος με το ψευδώνυμο «Αντωνίου», ο Σπύρος Σπυρομήλιος με το ψευδώνυμο «Σουρής», ο Μιχαήλ Μωραΐτης με το ψευδώνυμο «Ρουμελιώτης», ο Δημήτριος Κάκκαβος με ψευδώνυμο «Δημήτριος Ζώης» και ο Ιωάννης Αβράσογλου με το ψευδώνυμο «Αμβρακιώτης». Το έργο των στελεχών αυτών του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης ήταν να δράσουν, με την καθοδήγηση του προξένου Κορομηλά, στα ίδια πλαίσια των αρμοδιοτήτων του υποπλοίαρχου Γεωργίου Κακουλίδη (Μιχαήλ Αριστείδου).
Πέρα όμως από το Ελληνικό Προξενείο, στη Θεσσαλονίκη είχαν αναπτύξει αγωνιστική δραστηριότητα πολλοί διακεκριμένοι αλλά και ανώνυμοι Έλληνες πατριώτες και πατριώτισσες, κάτοικοι της πόλης, διατηρώντας μυστικά επαφή και συνεργασία με τον πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά. Ανάμεσά τους οι: Δημήτριος Αγγελάκης, Κωνσταντίνος Αγγελάκης (δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1916), Κωνσταντίνος Αυγερινός, Ιωάννης Εμίρης, Δημήτριος Ζάννας, Αργύριος Ζάχος, Μάρκος Θεοδωρίδης, Αλκιβιάδης Μάλτος, Κωνσταντίνος Μάλτος, Νικόλαος Μπίτσιος, Δημήτριος Μαργαρόπουλος, Τιμολέων Μαυρουδής, Π. Οικονόμου, Π. Παναγιωτίδης, Κων. Παπαγεωργίου, Αλέξ. Παπάζογλου, Γεώργιος Πεντζίκης, Δημήτριος Σερέφας, Ελ. Χατζηκώστας, Περικλής Χατζηλαζάρου, Γεώργιος Χαρίσης, Γεώργιος Χρυσάφης, Κων. Τουρνιβούκας, Μιχαήλ Βέτης, Δημήτριος Μπλάτσης, Δημήτριος Σαχίνης, Γεώργιος Μόσχος, Γεώργιος Κύρτσης, Μιλτιάδης Ζαφειρόπουλος, Νικόλαος Μάνος (δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1929), Αλέξανδρος Σάλτας, Ιωάννης Περάκης, Συμεών Σιμώτας, Στέφανος Τάττης, Κων. Γεωργιάδης κ.α.».
- Έχει αξία, επίσης, να θυμηθούμε και να αποτυπώσουμε την τελική φάση και κατάληξη στη Συνθήκη των Σεβρών (10/8/1920). Να, πως αποτυπώνεται στο βιβλίο:
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε από τις 17 Δεκεμβρίου 1918 να υποβάλει στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι εμπεριστατωμένο υπόμνημα με τις εθνικές διεκδικήσεις ζητώντας την ικανοποίησή τους. Ο Βενιζέλος επικέντρωσε με το υπόμνημά του το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τους εντός και εκτός της χώρας Έλληνες, τους οποίους υπολόγισε σε 8.254.000. Εκ του πληθυσμού αυτού, μόνο το 55%, δηλαδή 4.300.000, ζούσε τότε εντός Ελλάδας, ενώ το 45%, δηλαδή 3.954.000 Έλληνες, ζούσε εκτός της ελληνικής επικράτειας, ως εξής: α) 151.000 στη Βόρεια Ήπειρο και την Αλβανία, β) 731.000 στη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, γ) 43.000 στη Βουλγαρία, δ) 1.694.000 στη Μικρά Ασία, ε) 102.000 στα Δωδεκάνησα, στ) 233.000 στην Κύπρο, ζ) 150.000 στην Αίγυπτο, η) 450.000 στην Αμερική και 400.000 στη Νότια Ρωσία. Κατόπιν αυτών, ο Βενιζέλος πρόβαλε την απαίτηση για ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Ελλάδας της Β. Ηπείρου, της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, της Δυτικής Μικράς Ασίας, των Δωδεκανήσων, των νησιών του Βόρειου Αιγαίου και της Κύπρου, διεκδικώντας και την Κωνσταντινούπολη, αλλά αποδεχόμενος και την περίπτωση δημιουργίας ιδίου κράτους στην πόλη με διεθνείς εγγυήσεις. Το υπόμνημά του ο Βενιζέλος ανέπτυξε δια μακρών με τρόπο εμπεριστατωμένο και απόλυτα τεκμηριωμένο μιλώντας στη Διάσκεψη στις 10 Ιανουαρίου 1919, προκαλώντας ζωηρότατη εντύπωση στους άλλους συνέδρους. Αποτέλεσμα ήταν να αποφασιστεί η σύσταση ειδικής Επιτροπής, η οποία θα είχε αντικείμενο τη μελέτη των δυνατοτήτων για την ικανοποίηση των ελληνικών απόψεων. Παράλληλα, ο Βενιζέλος, βρισκόμενος στο Παρίσι, εξάντλησε κάθε προσωπική γνωριμία και επιρροή προκειμένου να γίνουν δεκτά τα ελληνικά αιτήματα. Άλλωστε το κύρος του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν υψηλό μεταξύ των συνέδρων και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης τόσο από τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Λόιντ Τζορτζ και της Γαλλίας Κλεμανσό όσο και από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Ουίλσον. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός της ανάδειξης του Ελευθέριου Βενιζέλου ως μέλος στην Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (21.5.1919).».
- Νομίζω, όμως, ότι συγκλονιστική είναι η λιτή, αφηγηματική αντιπαραβολή του Εθνικού Διχασμού (διαβάζω από το βιβλίο):
«Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν στο Παρίσι στις 30 Ιουλίου/ 12 Αυγούστου 1920, δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, με την οποία η Ελλάδα καθίστατο η «Μεγάλη Ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών». Ο Βενιζέλος, έχοντας στις αποσκευές του την περίφημη Συνθήκη επρόκειτο να ταξιδέψει με προορισμό τη Μασσαλία, προκειμένου πολεμικό πλοίο να επιστρέψει θριαμβευτής στην Ελλάδα, μετά την αποδοχή των περισσότερο προτάσεών του στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Οι δράστες της δολοφονικής απόπειρας συνελήφθησαν και αποδείχτηκε πως ήταν δύο «βασιλόφρονες» απότακτοι αξιωματικοί, ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης. Οι δράστες πυροβόλησαν δέκα φορές κατά του Βενιζέλου, ο οποίος σώθηκε ως εκ θαύματος με απλά τραύματα στον ώμο και το χέρι. Οι σφαίρες όμως των απότακτων αξιωματικών και επίδοξων δολοφόνων έπληξαν καίρια την ομαλότητα στη χώρα, σε μια περίοδο κατά την οποία όλη η Ελλάδα θα έπρεπε ομονοούσα να πανηγυρίζει από χαρά και υπερηφάνεια.».
Και το συγκλονιστικό contrast:
«Μια ημέρα μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου, στις 31 Ιουλίου 1920 το μεσημέρι, συλλαμβάνεται από άντρες ασφαλείας του «βενιζελικού» Π. Γύπαρη ο «αντιβενιζελικός» πολιτικός και διπλωμάτης Ίωνας Δραγούμης, γιος του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Στέφανου Δραγούμη, και εκτελείται εν ψυχρώ «δια τουφεκισμού» στη λεωφόρο Κηφισίας στην Αθήνα. Ένας γνήσιος πατριώτης και εξαίρετος λογοτέχνης πλήρωνε με τη ζωή του τις συνέπειες του Διχασμού και της πολιτικής οξύτητας, σε μια χώρα όπου ήταν φανερό πως είχε χαθεί πια κάθε μέτρο και κάθε αξία ένεκα των πολιτικών και προσωπικών αντιθέσεων και παθών. Ο Ίωνας Δραγούμης ήταν αυτός που εργάστηκε με πάθος, για να οργανωθεί ο Μακεδονικός Αγώνας μαζί με το γαμπρό του Παύλο Μελά, ενώ μαζί με το λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ανήρτησε την ελληνική σημαία στο Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης αμέσως μετά την υπογραφή της παράδοσης της πόλης από τους Τούρκους, στις 26 Οκτωβρίου 1912.».
- Μιλώντας για την Μικρασιατική καταστροφή και τη Θεσσαλονίκη, ο Απ. Παπαγιαννόπουλος γράφει:
«Πάντως, τα απογραφικά στοιχεία του 1928 απέδειξαν πως, από το σύνολο των προσφύγων, 638.253 άτομα (ποσοστό 52,24%) είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία και 306.193 άτομα (ποσοστό 25,06%) στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια. Το υπόλοιπο 22,7% κατανεμήθηκε στα διάφορα άλλα διοικητικά διαμερίσματα. Η Θεσσαλονίκη έχει πλέον στον πληθυσμό της 47,8% πρόσφυγες.».
Και συνεχίζει:
«Ο Γιώργος Ιωάννου, που γεύτηκε κυριολεκτικά την πεμπτουσία της μακράς ιστορίας της, συγγραφέας του βιβλίου «Η πρωτεύουσα των προσφύγων», έγραψε για τον συγχρωτισμό των ανθρώπων της, παλιών και νέων, στην καθημερινή ζωή της «φτωχομάνας» Θεσσαλονίκης:
«Φέρνω τώρα στο νου μου μια συγκεκριμένη προπολεμική γειτονιά και θυμούμαι όσο μπορώ τους ανθρώπους που περιείχε. Είχε οικογένειες από τη Σμύρνη, την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Σηλύβρια, τη Ραιδεστό, την Κεσσάνη, τις Σαράντα Εκκλησίες, την Ανδριανούπολη (…), τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Γευγελή, την κορυτσά ακόμα και το Πλοέστι (…). Εκεί μέσα εκυοφορείτο η σημερινή Θεσσαλονίκη, η νέα μορφή της, η νοοτροπία της και ο ψυχισμός της. Μέσα σ’ εκείνα τα στριμώγματα γεννήθηκε πανίσχυρο το όνειρο της όσο το δυνατό πιο ξεχωριστής και ανεξάρτητης στέγασης και μέσα σ’ εκείνη την καταπάτηση και την ισοπέδωση των ατόμων, η ζωηρότερη επιθυμία για σπουδές και οικονομική αποκατάσταση…».
- Δείτε, τώρα, πόσο εύστοχα αξιολογεί το κίνημα (την επανάσταση) της 1ης Μαρτίου 1935:
«Η Επανάσταση της 1ης Μαρτίου 1935, που υπήρξε συνέχεια του κινήματος Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου 1933, ήταν το μέγα γεγονός που επηρέασε δυσμενώς την πορεία της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας 1930 – 1940. Αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων ήταν η κατάργηση του πολιτεύματος της Δημοκρατίας στην Ελλάδα με την παλινόρθωση της μοναρχίας και η επιβολή της δικτατορίας της «4ης Αυγούστου» του Μεταξά με όλα τα δεινά του πολέμου και των εξελίξεων που ακολούθησαν.».
- Κλείνοντας τις απευθείας από το βιβλίο αναφορές δεν μπορώ να μην παρουσιάσω το απόσπασμα για τον Μάη ’36, έναν Μάη θυσίας αλλά και μεγάλου, ενεργού συμβολισμού ανά τους αιώνες.
«Σάββατο, 9 Μαΐου 1936. Πρώτο θύμα από τους διαδηλωτές, ο 27χρονος αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, Τάσος Τούσης, που πέφτει νεκρός από σφαίρα στο κεφάλι στη διασταύρωση των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων. Το νεκρό σώμα του Τούση οι απεργοί τοποθετούν σε μια πόρτα από παρακείμενη οικοδομή και κρατώντας το ψηλά κατευθύνονται στην ευρισκόμενη εκεί κοντά κλινική Ανδρεάδη, όπου διαπιστώνεται ο θάνατός του. Το γεγονός του θανάτου του άτυχου παλικαριού συνταράσσει ψυχικά τους απεργούς διαδηλωτές, αλλά δεν τους πτοεί. Και πάλι κρατώντας ψηλά των νεκρό, επιχειρούν να κινηθούν προς το Διοικητήριο.».
«Αυτόπτες μάρτυρες που έζησαν τις δραματικές εκείνες ώρες, τις χαρακτηρίζουν ως ώρες φρίκης και αλλοφροσύνης, αλλά συγχρόνως περιγράφουν εικόνες ηρωισμού, αγωνιστικότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των διαδηλωτών απεργών. Ένας νεαρός Ισραηλίτης, ο Σαλβατόρ Ματαράσσο, ξηλώνει από το σακάκι του τη φόδρα, τη βάφει στο αίμα του Τούση και την κάνει σημαία. Με το λάβαρο αυτό μπαίνει μπροστά από ένα πλήθος απεργών και προχωράει αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. Στη γωνία όμως Ίωνος Δραγούμη και Εγνατίας, ο θαρραλέος αγωνιστής δέχεται μια σφαίρα από ακροβολισμένο ασφαλίτη και πέφτει νεκρός. Περίπου την ίδια ώρα, στην πλατεία Κολόμβου, λίγο πιο πέρα, σκοτώνεται με το ίδιο τρόπο η 23χρονη καπνεργάτρια και μητέρα ενός παιδιού, Αναστασία Καρανικόλα, ενώ στην οδό Ίωνος Δραγούμη χάνει τη ζωή του ο 23χρονος εργάτης Σταύρος Διαμαντόπουλος.».
«Αποτέλεσμα ήταν 12 πολίτες νεκροί, 32 βαριά τραυματισμένοι και πάνω από 200 ελαφρότερα, όλοι πολίτες και διαδηλωτές. Όλα τα θύματα πυροβολήθηκαν από χωροφύλακες και ασφαλίτες, καθώς τα στρατιωτικά τμήματα που έστειλε προς ενίσχυση ο σωματάρχης του Γ’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Ν. Ζέππος αρνήθηκαν να πυροβολήσουν κατά του πλήθους. Οι περισσότεροι των στρατιωτών άλλωστε ήταν αγροτόπαιδα ή παιδιά εργατών από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και γνώριζαν πως απέναντί τους βρίσκονταν οι γονείς και τα αδέρφια τους.».
«Μετά το αιματοκύλισμα, και καθώς οι χωροφύλακες ήταν ανήμποροι να ελέγξουν την κατάσταση, ο διοικητής της χωροφυλακής, συνταγματάρχης Ντάκος, δίνει εντολή να επιστρέψουν οι ένοπλοι χωροφύλακες, η έφιππη χωροφυλακή και τα θωρακισμένα οχήματα στα αστυνομική τμήματα, αφού ο στρατός, πιο φιλικός με τους απεργούς ανέλαβε να ομαλοποιήσει την κατάσταση. Για χρονικό διάστημα 36 ωρών, μετά τη σφαγή οι διαδηλωτές έγιναν κυρίαρχοι της πόλης και πολλά κτίρια περιήλθαν στον απόλυτο έλεγχό τους, όπου μάλιστα τοποθέτησαν λαϊκές φρουρές που, πέραν της φρούρησης, φρόντισαν και για την τήρηση της τάξης στην ανάστατη από τα γεγονότα Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για μια πρόσκαιρη εγκαθίδρυση λαϊκού καθεστώτος στην πόλη, χωρίς όμως αντίκρισμα ή προοπτική.».
Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω, ότι το έργο του Απ. Παπαγιαννόπουλου κινείται με ξεχωριστή επιτυχία σ’ όλα τα επίπεδα που διαρθρώνουν κάθε ιστορική φάση, καθιστάμενο έτσι σφαιρικό και αντικειμενικό. Στο επίπεδο του διεθνούς – εξωτερικού περιβάλλοντος, στο επίπεδο της οικονομίας, των υποδομών και της κοινωνίας, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών (κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, πνευματικά ιδρύματα, κοινωνικοί θεσμοί, διεκδικήσεις), στο επίπεδο του πολιτισμού, της πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Ενώ έχει εκτεταμένη ειδικά αναφορά για το Δήμο Θεσσαλονίκης και τις δημοτικές της αρχές. Ιδιαίτερη είναι η προσέγγιση, αλλά και ο σεβασμός του συγγραφέα απέναντι σε μεγάλους αρχιτέκτονες της εποχής και στο σημαντικό τους έργο στην πόλη: Vitaliano Poselli, Pietro Arigoni, Ξενοφών Παιονίδης, Ernest Chiler, Έλη Μοδιάνο, Φρειδερίκος Σαρνώ, Άγγελος Σιάλας, Απόστολος Γρεκός, Κωνσταντίνος Κοκκινάκης.
Ο Απ. Παπαγιαννόπουλος δεν ξεχνά ποτέ ότι είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και τιμά, σέβεται τους προγόνους της τέχνης και της επιστήμης του, αισθάνεται την ευθύνη της συνέχειας αλλά και της ανυπολόγιστης παρακαταθήκης τους.
Έχουμε, πράγματι, εδώ ένα απροκάλυπτο, ακομπλεξάριστο, πλούσιο έργο που προέκυψε από μια ακαταπόνητη προσπάθεια για την αναζήτηση και ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας.
Με γλώσσα ακρίβειας (– μια γλώσσα μηχανικού), με γλώσσα γλαφυρή (– γλώσσα λογοτέχνη), με γλώσσα μεστή (– γλώσσα ώριμου ερευνητή και διανοητή).
Δεν πρόκειται για μια απλή ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλά για ένα έργο μεγάλης αξίας για το γαλβάνισμα των ψυχών και της σκέψης των Θεσσαλονικέων και των Ελλήνων.
Εύχομαι να έχει καλή πορεία μέσα στο αναγνωστικό κοινό. Να διαβαστεί και να αξιοποιηθεί από τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ιδιαίτερα, από τους νέους και τις νέες.
Να βρεθεί σ’ όλες τις βιβλιοθήκες δημόσιες, σχολικές, πανεπιστημιακές, ατομικές.
Ευχαριστώ θερμά!